Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Υπάρχει και μη στρατευμένη τέχνη;

*Εισήγηση της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, στη συζήτηση με θέμα "Υπάρχει τέχνη που δεν είναι στρατευμένη;" στο 39o Φεστιβάλ ΚΝΕ - Οδηγητή. (Υπογραμμίσεις δικές μας)   

  Ίσως θα αναρωτηθεί κανείς γιατί επιλέξαμε το θέμα της στρατευμένης τέχνης, αφού στις μέρες μας δεν απασχολεί τον καλλιτεχνικό κόσμο με την ίδια ένταση που τον απασχολούσε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Μήπως ένα τέτοιο θέμα είναι άκαιρο και παρωχημένο; Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δεκαετίες -ειδικά μετά το δραματικό πισωγύρισμα της ιστορίας με την ανατροπή του σοσιαλισμού – τα νέα δείγματα συνειδητά πολιτικοποιημένης τέχνης είναι λιγοστά και προπαντός, τα περισσότερα, είτε αναμασούν και υπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία, είτε – στην περίπτωση που προσπαθούν να της αντισταθούν- το κάνουν άτολμα και συνεσταλμένα. Όταν για παράδειγμα, όπως έγινε πέρυσι στις θεατρικές σκηνές, ανεβαίνει σε τρεις διαφορετικές σκηνοθετικές εκδοχές «η Φάρμα των Ζώων» του Όργουελ, ένα ξετσίπωτα αντιδραστικό μυθιστόρημα, που διακηρύσσει πως οι κομμουνιστές είναι ίδια και χειρότερα αφεντικά από τους καπιταλιστές, όταν τα έργα με θέμα
την κρίση που έσπασαν τα ταμεία είναι π.χ. η ταινία «Ο θεός αγαπάει το χαβιάρι», η οποία μας διδάσκει ότι τη διέξοδο από την κρίση θα τη δώσουν οι υγιείς και πατριώτες επιχειρηματίες, κατά πως το έπραξε και ο εθνικός μας ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης, ή διάφορες θεατρικές παραγωγές που
υποδείχνουν σαν αιτία των δεινών μας την κατοχή από τις ξένες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ποιος ο λόγος να γίνεται συζήτηση για τη στρατευμένη τέχνη;

     Η στράτευση , σύμφωνα με την αστική αισθητική είναι καταστροφική για την τέχνη, αλλά μόνο για την τέχνη που επηρεάζεται από την κομμουνιστική ιδεολογία. Η στρατευμένη τέχνη όταν μας δείχνει πώς να δράσουμε για να μην αλλάξει ο κόσμος - μας καλεί για παράδειγμα να ενεργήσουμε σαν να ζούμε τρείς αιώνες πριν, τότε που η αστική τάξη ήταν επαναστατική, όπως ο Ιωάννης Βαρβάκης, και διεκδικούσε την εξουσία σε συμμαχία με τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ή τότε που το ιστορικό ζητούμενο ήταν η εθνική απελευθέρωση, η δημιουργία του κράτους -έθνους και όχι η κοινωνική – ταξική απελευθέρωση – αποκαλείται ελεύθερη τέχνη. Όταν όμως η τέχνη τολμά να θίξει την ιερότητα του εκμεταλλευτικού συστήματος καλώντας σε ανατροπή του, τότε λέγεται στρατευμένη. Ταπεινό
χαρακτηρίζεται ότι είναι ωφέλιμο για τους ταπεινωμένους, όπως θα έλεγε κι ο Μπρεχτ. Πρόσφατο είναι το παράδειγμα των συντονισμένων μύδρων που εκσφενδονίστηκαν από τον αστικό τύπο στο θεατρικό έργο του Μπρεχτ «η Αγία Ιωάννα των Σφαγείων» για απλοϊκότητα και λαϊκισμό ή η
συζήτηση που αναθερμάνθηκε γύρω από το έργο του Ρίτσου 4 χρόνια πριν με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, για την ανωτερότητα της προσωπικής του ποίησης, της ποίησης που υπακούει στα εσωτερικά του οράματα, σε αντίθεση με την κατωτερότητα της κοινωνικής -πολιτικής.
     Παρά την υποχώρηση δηλαδή της στρατευμένης στην υπόθεση της εργατικής τάξης τέχνης, η αστική τάξη δεν έχει παραιτηθεί από την πολεμική της απέναντι στους δημιουργούς που διαπνέονται από την αντίπαλή της ιδεολογία. Αυτό μπορούν να το διαβεβαιώσουν πιστεύουμε και οι φοιτητές
των καλλιτεχνικών σχολών, ή των τμημάτων της θεωρίας της τέχνης και της φιλολογίας, όπου κυριαρχεί η θεωρία του Μπενεντέτο Κρότσε – ενός από τους βασικούς θεμελιωτές της αστικής αισθητικής. Σύμφωνα με τον Κρότσε η πολιτική ποίηση δεν είναι αληθινή τέχνη, είναι δήθεν τέχνη, παρά την ποιητική της κάλυψη δεν είναι ποιητική.
     Αυτή όμως η πραγματικότητα αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της  επικαιρότητας του θέματός μας, ειδικά στις μέρες μας που η σάλπιγγα των  καιρών φωνάζει δυνατά «αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει, το χρειάζεται». Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε χτες η αχτίδα καλλιτεχνών της ΚΟΑ απηύθυνε
κάλεσμα από αυτόν εδώ το χώρο του Φεστιβάλ προς τους δημιουργούς να  επιστρατεύσουν επειγόντως το ταλέντο τους στις ανάγκες της ταξικής πάλης για την κοινωνική απελευθέρωση.
     Ας επανέλθουμε όμως στον τίτλο του θέματός μας. Υπάρχει και μη στρατευμένη τέχνη; Δε θα υποστηρίξουμε βέβαια ότι όλοι οι δημιουργοί είναι συνειδητά τοποθετημένοι υπέρ της μιας ή της άλλης από τις δύο πρωταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού συστήματος. Ένα μεγάλο μέρος τους
δεν έχει από την αρχή κάποια πολιτική ή ιδεολογική πρόθεση. Όμως οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες και οι αντιπάθειές τους, οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο και η ταξική τους θέση εισάγουν ασυνείδητα την ιδιοτέλεια στην τέχνη τους.
     Με λίγα λόγια δεν υπάρχει καθαρή τέχνη. Ακόμη και οι δημιουργοί που αποκλείουν από το έργο τους τα κοινωνικο-πολιτικά θέματα φτιάχνοντας «ωραία, ανώφελα πουλιά» για τις «σκάλες των αιώνων» όπως έγραφε ο Ρίτσος, παίρνουν στην πραγματικότητα θέση. Ηθελημένα ή αθέλητα
εκφράζουν σκοπιμότητα , καθώς συμβάλλουν στην καλλιέργεια της κοινωνικής παθητικότητας και της αδράνειας απέναντι στην ταξική βία και καταπίεση, μια στάση που δίχως άλλο είναι πολύ βολική για την αστική εξουσία. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη: «Η τέχνη είναι πάντα κοινωνική λειτουργία. Οι στρατευμένοι της αποστράτευσης, εκείνοι που κάνουν απολίτικη τέχνη στην ουσία κάνουν πολιτική, δηλαδή τείνουν να αποφύγουν μια πολιτική θέση και να συμβουλέψουν και τους άλλους να αδρανήσουν». Ο δε Μπρεχτ έγραφε με τη γνωστή του λιτότητα ότι οι αστράτευτοι, είναι στρατευμένοι στην άρχουσα τάξη.
     Επομένως έτσι ή αλλιώς η τέχνη έχει ταξικότητα, που μπορεί να μην εκδηλώνεται με την ανοιχτή τοποθέτηση υπέρ της μιας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, αλλά εκφράζεται τελικά στο καλλιτεχνικό έργο. Όπως δεν υπάρχει στην πραγματικότητα απολίτικος, αστράτευτος άνθρωπος - εκείνος που ισχυρίζεται πως δεν ασχολείται με την πολιτική για να μην «καπελωθεί», είναι αυτός που φορά και το μεγαλύτερο «καπέλο» - έτσι δεν υπάρχει κι αστράτευτη τέχνη.
     Οι ίδιοι οι αστοί θεωρητικοί της τέχνης υποχρεώνονται να ομολογήσουν πώς κάθε δημιουργός διακατέχεται από κάποιες ιδέες για τους ανθρώπους και τον κόσμο, τις οποίες αντικειμενικά προβάλλει μέσα από το έργο του. Το πρόβλημα σύμφωνα μ’ αυτούς ξεκινά όταν ο δημιουργός κάνει κάτι τέτοιο συνειδητά, προδίδοντας το σκοπό της τέχνης που είναι αποκλειστικά αισθητικός, καλλιτεχνικός.
     Με άλλα λόγια όταν ο καλλιτέχνης-δημιουργός έχει συγκεχυμένη ή μη ολοκληρωμένη κοσμοθεωρητική αντίληψη, τότε μπορεί να κάνει αληθινή τέχνη, διαφορετικά, αν για παράδειγμα είναι κομμουνιστής και διαπνέεται από μια επιστημονική κοσμοαντίληψη που τον βοηθά να περιεργάζεται και να επεξεργάζεται τον κόσμο, θα πρέπει να αποκλείσει την κοσμοθεωρία του από τη δημιουργική του δραστηριότητα, διαφορετικά δεν μπορεί να είναι καλλιτέχνης.
     Πίσω απ’ αυτές τις θέσεις βρίσκεται η αντίληψη ότι η αληθινή, καθαρή τέχνη υπάρχει μόνο στον κόσμο των αυθόρμητων ιδεών, στη φαντασία, την ενόραση, την εσωτερική παρόρμηση του καλλιτέχνη, δεν έχει καμιά σχέση με τον εξωτερικό κόσμο.
     Αν ψάξει κανείς βαθύτερα τη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των θέσεων θα φτάσει στον ιδεαλισμό, στην άρνηση ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα έξω και ανεξάρτητα από τα αισθήματα και τη συνείδηση του ανθρώπου, που επενεργεί πάνω στα αισθητήρια όργανά του προκαλώντας τα αντίστοιχα αισθήματα, επομένως και στην άρνηση του γεγονότος ότι η τέχνη αποτελεί μια μορφή ιδιαίτερης υποκειμενικής αντανάκλασης αυτής της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη.
     Αποστομωτική απάντηση στην αντίληψη ότι η τέχνη αναβλύζει αποκλειστικά από τον εσωτερικό κόσμο του καλλιτέχνη είχε δώσει ο Μπρεχτ όταν έγραφε ότι αν ο καλλιτέχνης ψάξει καλά την πηγή των αυθόρμητων ιδεών του θα διαπιστώσει ότι από τον εσωτερικό κόσμο του δε βγαίνει η φωνή των προσωπικών οραμάτων του, «η φωνή του θεού του, αλλά η φωνή κάποιων εκμεταλλευτών» και ότι «ο καλλιτέχνης τις περισσότερες φορές δημιουργεί ασυνείδητα μόνο πλάνες και ψευτιές. Αντλεί δηλαδή ασυνείδητα ό,τι του έχουν βάλει μέσα του εντελώς συνειδητά» η κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία.
     Απορρίπτοντας τον αντικειμενικό κόσμο και την τέχνη ως ιδιαίτερη μορφή αντανάκλασής του στη συνείδηση, οι εχθροί της στράτευσης αναπόφευκτα καταλήγουν να είναι εχθροί της γνωστικής λειτουργίας της τέχνης - της ιδιότητας της τέχνης να μας γνωρίζει την πραγματικότητα - της ίδιας της γνώσης τελικά. Καταπολεμούν τη συστηματική επιστημονική μόρφωση του καλλιτέχνη είτε αυτή αφορά τη γνώση των νομοτελειών της πραγματικότητας, είτε τη μέθοδο της καλλιτεχνικής τους αφομοίωσης και έκφρασης. (Απόδειξη είναι ότι η καλλιτεχνική εκπαίδευση δεν προβιβάστηκε ακόμη στο πανεπιστήμιο, με εξαίρεση τις Ανώτατες Σχολές Καλών Τεχνών και 1-2 ακόμη τμήματα). Η τέχνη λένε δεν είναι μέσον, αλλά αυτοσκοπός. Η κοινωνική λειτουργία της δεν είναι ούτε να διδάξει, ούτε να διαπαιδαγωγήσει, ούτε να φρονηματίσει, αλλά να δημιουργήσει την αισθητική απόλαυση και
συγκίνηση, να διασκεδάσει. Και συμπληρώνουν ότι η γνώση, ο ορθολογισμός, η επιστήμη καταστρέφουν την πρωτοτυπία στο έργο τέχνης, ακυρώνουν τη γνησιότητα και τον αυθορμητισμό στην καλλιτεχνική δημιουργία. Πιο εκλεπτυσμένα ο Κρότσε κάνει διάκριση ανάμεσα στην ενορασιακή και τη λογική γνώση, τη γνώση με τη βοήθεια της φαντασίας και τη γνώση με τη
βοήθεια της διάνοιας. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία η τέχνη στην πρωταρχική της λειτουργία, την αισθητική, έχει έναν άλογο, μη διανοητικό χαρακτήρα. Η ποίηση γράφει είναι πέρα από τη λογική.
     Φυσικά δεν είναι λάθος να δηλώνει κανείς ότι η τέχνη επιτελεί τη λειτουργία της γνώσης με ειδικά μέσα, που την ξεχωρίζουν από την επιστήμη. Η κοινή γνωστική λειτουργία τέχνης και επιστήμης έχει πράγματι εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Η επιστήμη επιδιώκει τη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας ανεξάρτητα από την ανθρώπινη βούληση και τα συναισθήματα, άσχετα βέβαια από το ότι δεν το καταφέρνει, ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες που έχουν έντονη τη σφραγίδα της ταξικότητας. Επίσης η επιστήμη είναι υποχρεωμένη να απομονώνει επιμέρους πλευρές του αντικειμένου της για να μπορέσει να φτάσει στο απαιτούμενο βάθος. Ακόμη και οι επιστήμες που μελετούν τον άνθρωπο είναι υποχρεωμένες να διασπούν την ανθρώπινη οντότητα στα διάφορα μέρη της (ιστορία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, ανθρωπολογία κλπ). Αντίθετα η γνωστική λειτουργία της τέχνης αγκαλιάζει το αντικείμενό της, τον κοινωνικό άνθρωπο, ζωντανά και στην ακεραιότητά του, με όλο τον πλούτο των ανθρώπινων ιδιοτήτων και των σχέσεών του.
     Όμως τόσο η επιστήμη όσο και η τέχνη έχουν ένα κοινό γνώρισμα και αυτό είναι ότι και οι δύο αυτές μορφές κοινωνικής συνείδησης μπορούν να οδηγήσουν από διαφορετικούς δρόμους στην αλήθεια για την πραγματικότητα. Το πρόβλημα στην αστική αισθητική είναι ότι δεν αναγνωρίζει στην τέχνη αυτή την ιδιότητα, αφού αρνείται το διανοητικό - λογικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και απαιτεί απ’ αυτήν να αποβάλει κάθε εγκεφαλική επιρροή, για να είναι πηγαία, γνήσια κι αυθεντική.
     Ας φανταστούμε λοιπόν τι ανθυγιεινά και επικίνδυνα οικοδομήματα θα κατασκευάσει ένας αρχιτέκτονας που σχεδιάζει με μοναδικό κριτήριο την αισθητική ομορφιά, παραβλέποντας τις απαιτήσεις του φωτισμού, του αερισμού, της στατικότητας κλπ. ή τι ενοχλητικά τερατουργήματα θα
προκύψουν από ένα μουσουργό που γράφει παθιασμένα μουσική χωρίς να έχει ιδέα από θεωρία της μουσικής και αρμονία. Και όμως οι αντιεπιστημονικές αυτές θεωρίες ότι η τέχνη πρέπει να είναι αδέσμευτη από κάθε σκοπιμότητα και ωφελιμότητα πέρα από το να μεταδίδει αισθητικές συγκινήσεις, διδάσκονται επίσημα στα πανεπιστήμιά μας και δεν πρέπει να προκαλούν καμία έκπληξη οι ισχυρές αντιρρήσεις που συναντά ειδικά από νέους ανθρώπους κάθε τοποθέτηση για τη σχέση τέχνης και επιστήμης.
     Οι υπέρμαχοι της απόλυτης ανεξαρτησίας της τέχνης από την επιστήμη θεωρούν ότι υπερασπίζονται έτσι την αυτονομία της τέχνης απέναντι σε όσους θέλουν να την μετατρέψουν σε υποκατάστατο της επιστήμης, της πολιτικής, της ηθικής. Στην πραγματικότητα όμως υποβιβάζουν την τέχνη σε απλό αναμεταδότη πρόσκαιρων αισθήσεων και συγκινήσεων. Αφαιρούν έτσι από την τέχνη και τον καλλιτέχνη τη δύναμή τους να φτάσουν σε ακόμη πιο πλατειές και διεισδυτικές από την επιστήμη εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας, ακριβώς γιατί εξετάζουν τα αντικείμενά τους με
πλαστικότητα και σφαιρικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που οι συγγραφείς τους δε στηρίχτηκαν μόνο στην έμπνευση και το ταλέντο τους, αλλά και στη συσσωρευμένη γνώση του καιρού τους κατόρθωσαν μια ανατομία της κοινωνίας στην εποχή τους, πολύ πιο βαθιά και πλήρη απ’ ότι ολόκληροι τόμοι ιστορικής ή οικονομικής ανάλυσης.
     Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο ιδιαίτερος σκοπός της τέχνης είναι αποκλειστικά η μετάδοση της αισθητικής συγκίνησης, αυτή θα είναι πολύ πιο στέρεη και βαθιά όταν στηρίζεται στο λογικό και τη γνώση. Ο καλλιτέχνης δεν είναι ωραιοπλάστης όπως έλεγε ο Βάρναλης, επομένως το έργο τέχνης δεν είναι απλά μια ωραία έκφραση του αντικειμένου του , είτε αυτό είναι πρόσωπο, είτε τοπίο, είτε ένα γεγονός, αλλά πάνω απ’ όλα μια έκφραση του ίδιου του αντικειμένου, μια εξήγησή του, μας μεταδίδει τις γνώσεις και τις εμπειρίες που έχει αποκτήσει ο καλλιτέχνης στη ζωή, επιδιώκει να μας μάθει να βλέπουμε σωστά τα πράγματα.
     Με άλλα λόγια η συγγένεια της τέχνης με την επιστήμη βρίσκεται στο ότι και οι δύο αποτελούν προσπάθεια του ανθρώπου να αφομοιώσει και να κατακτήσει την πραγματικότητα. Αποτελούν μορφές εργασίας του ανθρώπου, όπως και η τεχνική εργασία αποτελεί προσπάθεια επιβολής του ανθρώπου
στη φυσική πραγματικότητα. Η επιστήμη προσπαθεί να ιδιοποιηθεί την πραγματικότητα με τα δικά της, τα θεωρητικά και πειραματικά μέσα, η τέχνη με μέσα αισθητικά, που δεν είναι μόνο οι αισθήσεις, αλλά συμμετέχει σ’ αυτά όλος ο ανθρώπινος ψυχισμός, από τη σκέψη και τη λογική, ως τη φαντασία,
το συναίσθημα και τη βούληση, αξιοποιώντας ωστόσο τα επιτεύγματα, αλλά και τα μέσα της επιστήμης. Αυτός είναι ο ειδικός σκοπός, η ειδική, αυτόνομη αν θέλετε, λειτουργία της τέχνης.
     Επομένως όσο ανώφελη και φτωχή είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, που προσπερνά τους καθοριστικούς στη διαμόρφωση της κοινωνικής πραγματικότητας παράγοντες τέτοιους όπως η οικονομία και η πολιτική, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε προκατασκευασμένα ιδεολογικά σχήματα. Η τέχνη σαν μορφή εργασίας είναι μια πράξη δημιουργική, μια προσπάθεια, ένας αγώνας του υποκειμένου να επιδράσει στο αντικείμενο, να εξηγήσει την πραγματικότητα με σκοπό να την επηρεάσει. Είναι μια διαρκής αναζήτηση της αλήθειας για την αδιάκοπα μεταβαλλόμενη και αντιφατική πραγματικότητα, μιας αλήθειας που συχνά δε συμπίπτει με τις επιθυμίες του δημιουργού.
     Δεν είναι παράδοξο ότι στα έργα σπουδαίων δημιουργών παρατηρείται αρκετές φορές μια σημαντική απόκλιση από τις ιδεολογικές πεποιθήσεις τους. Από τους κλασσικούς του μαρξισμού αναφέρονται ο Μπαλζάκ και ο Τολστόι, ως περιπτώσεις δύο μεγάλων λογοτεχνών που μέσα από την προσπάθειά τους να προσεγγίσουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα κατορθώνουν να υπερνικήσουν τις αριστοκρατικές κοινωνικοπολιτικές προκαταλήψεις τους. Γράφει ο Ένγκελς για παράδειγμα για τον Μπαλζάκ πως «ποτέ η σάτιρά του δεν είναι τόσο κοφτερή και τόσο πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες που συμπαθεί περισσότερο, δηλαδή τους ευγενείς. Και οι μόνοι άνθρωποι για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό είναι ακριβώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι, οι δημοκράτες ήρωες…». Αντίστοιχα παραδείγματα ανιδιοτέλειας απέναντι στην πραγματικότητα υπάρχουν και στην ελληνική τέχνη, όπως σε έργα του Ελύτη, του Σεφέρη και άλλων δημιουργών που κατά καιρούς στρατεύτηκαν στις ανάγκες του λαϊκού κινήματος. Άλλωστε πολλές φορές έχει σημειωθεί από λογοτέχνες η αντίφαση που παρουσιάστηκε ανάμεσα στις αρχικές προθέσεις τους και το τελικό αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής επεξεργασίας τους. Η ηρωϊδα μου τελικά πήγε και παντρεύτηκε, παρότι εγώ δεν το ήθελα, είχε πει ο Τολστόι.
     Αυτά όμως δεν αναφέρονται μόνο για «τους άλλους», τους συντηρητικούς δημιουργούς. Η ίδια ερευνητική – διεισδυτική στάση πρέπει να εφαρμόζεται και από τους προσκείμενους στην κομμουνιστική ιδεολογία καλλιτέχνες δημιουργούς. Αν δεν αντιμετωπίζουν την τέχνη αγωνιστικά, σαν πάλη για να φτάσουν σε ανακαλύψεις και αποκαλύψεις, τότε θα γλιστρήσουν στη στείρα πολιτικολογία. Ο Ένγκελς συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης.
     Ο αγώνας μάλιστα αυτός δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο, αλλά τη διαλεκτική ενότητα μορφής και περιεχομένου. Γιατί όταν η έμφαση δοθεί στη μορφή, σύμφωνα με τις επιταγές της αστικής αισθητικής, τότε η τέχνη ξεπέφτει στο φορμαλισμό. Αν πάλι το βάρος πέσει αποκλειστικά στο
περιεχόμενο, τότε δεν είναι τέχνη, γιατί αναμφισβήτητα το ειδοποιό χαρακτηριστικό της τέχνης είναι το αισθητικό επίτευγμα.
     Αν αποφευχθούν αυτοί οι κίνδυνοι δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρομάζει ο καλλιτέχνης μπροστά στη στράτευση και να την αποκηρύσσει, ακόμη και αυτή την αποκαλούμενη κατά παραγγελία τέχνη. Η ιστορία της τέχνης έχει αποδείξει περίτρανα ότι καμία αντίφαση δεν υπάρχει ανάμεσα στην τέχνη και τη στράτευση. Στρατευμένο στις κοινές υποθέσεις της πόλης των Αθηνών ήταν το αττικό δράμα, τα έργα του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, του Αριστοφάνη. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα που αναφέρει ο Μάρκος Αυγέρης στα Αισθητικά του από το έργο Ανδρομάχη, που
έγραψε ο Ευριπίδης στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, επιδιώκοντας να εμπνεύσει το μίσος των Αθηναίων για τη Σπάρτη.
Οι πιο σιχαμεροί μες στους ανθρώπους οι Σπαρτιάτες
Πρώτοι στα ψέματα…. κακών μηχανορράφοι ,γράφει
και ακόμη χειρότερες παρουσιάζει τις Σπαρτιάτισσες:
μηδέ κι αν θέλει Σπαρτιάτισσα κόρη φρόνιμη νάναι δε δύνεται,
που αφήνοντας έρμα τα σπίτια γυρίζουν μαζί με τους νιούς
και τάχουν κοινά ούλα τους, δρόμους, παλαίστρες,
με γυμνά τα μεριά, ανασκωμένα τα πέπλα. 
     Στρατευμένος ήταν ο Κάλβος, ο Σολωμός, ο Ρήγας και στη συνέχεια οι περισσότεροι καλλιτέχνες στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφύλιου, χωρίς η τέχνη τους να στερηθεί ούτε στο ελάχιστο τους χυμούς και την πνοή της αληθινής ζωής.
     Αλλά και η κατά παραγγελία τέχνη για ποιο λόγο να εξορκίζεται και να ρίχνεται στο πυρ το εξώτερον;
     Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσα από τα κορυφαία σε παγκόσμιο επίπεδο έργα τέχνης έχουν γίνει κατά παραγγελία - η Ακρόπολη των Αθηνών, τα έργα του Φειδία, οι θρυλικές τοιχογραφίες του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, η 5η  Συμφωνία του Μπετόβεν και
χιλιάδες άλλα - για να καταλάβει ότι δεν είναι η παραγγελία, το να δίνει κανείς στον καλλιτέχνη το θέμα της δημιουργίας του, που βλάπτει σοβαρά την τέχνη, αλλά η εμπορευματοποίησή της, η στράτευσή της στις ανάγκες της επιχειρηματικότητας και της κερδοφορίας, που απαιτούν τέχνη που να πουλάει, υπαγορεύοντας στο δημιουργό περιεχόμενο και μορφή. Στις περιπτώσεις μάλιστα που ο παραγγελιοδότης ήταν η εργατική τάξη δημιουργήθηκαν αξεπέραστα ως τις μέρες μας αριστουργήματα όπως η Γκουέρνικα του Πικάσσο, ο Πύργος του Τάτλιν, οι τοιχογραφίες των
Μεξικανών ζωγράφων Σικέιρος και Ριβέρα, ποιήματα του Μπρεχτ, του Ρίτσου και άλλων πολλών δημιουργών, που με συνείδηση του ταξικού τους χρέους και υψηλή κομματικότητα ποτέ τους δεν είδαν την τέχνη ως αυτοσκοπό, που επιμολύνεται όταν ασκεί εξω-αισθητικές λειτουργίες και ποτέ δε θεώρησαν ότι μειώνεται η καλλιτεχνική τους υπόσταση όταν αγωνίζεται για το δίκιο και την αλήθεια. Εμείς αντλούμε την αισθητική μας, καθώς και την ηθική μας από τις ανάγκες του αγώνα μας, έγραφε χαρακτηριστικά ο Μπρεχτ, που ακόμη και ο ρυθμός της ποίησής του είναι πολεμικός.
     Η αλήθεια είναι πως οι καλλιτέχνες που εμφορούνται από την επιστημονική κοσμοθεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού κινδυνεύουν πολύ λιγότερο να προδώσουν την δημιουργική λειτουργία της τέχνης. Και αυτό γιατί η κοσμοθεωρία τους δεν είναι δόγμα , μια μεταφυσική
προκατασκευή, αλλά μέθοδος ανάλυσης, κατανόησης και παρέμβασης στην πραγματικότητα.
Η πραγματική ελευθερία στην τέχνη δεν μπορεί να θεμελιωθεί στις ατομικές ιδιορρυθμίες και τα τυφλά εσώψυχα, αλλά στη γνώση των αντικειμενικών εσωτερικών νομοτελειών κίνησης της ζωής, γιατί μόνο έτσι τέχνη μπορεί να επενεργήσει σ’ αυτήν και να την αλλάξει. Η πραγματική ελευθερία στην τέχνη είναι τελικά η στράτευση στο πλευρό των δυνάμεων που προσπαθούν να ανοίξουν το δρόμο στο μέλλον και γι’ αυτό αναδείχνουν την τέχνη σαν παράγοντα ανύψωσης του ανθρώπου σε όλο και πιο πολύπλευρο, σε ολοκληρωμένο άνθρωπο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: