Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ: «ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ»

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ:
«ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ»,
ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
του Μάκη Παπαδόπουλου
Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

Η επιστροφή στα διδάγματα του Οκτώβρη, 90 χρόνια μετά τη νικηφόρα έκβαση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, αποτελεί αναγκαίο όρο για κάθε ουσιαστική προσπάθεια ανασύνταξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στον 21ο αιώνα.
Η μελέτη της μακρόχρονης διαδικασίας οπορτουνιστικής διάβρωσης των επαναστατικών δυνάμεων τον προηγούμενο αιώνα, απαιτεί να ερευνήσουμε ξανά τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο.
Στα προεπαναστατικά χρόνια της θεωρητικής και πολιτικής προετοι­μασίας του κόμματος των μπολσεβίκων, ο Λένιν ανέδειξε το ζήτημα της «εργατικής αριστοκρατίας», στο πλαίσιο της μελέτης της ισχυρής κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Ανέπτυξε πα­ραπέρα σημαντικές επισημάνσεις των Μαρξ - Ενγκελς για το συγκεκρι­μένο ζήτημα. Η έγκαιρη ανάδειξη του ρόλου της «εργατικής αριστοκρα­τίας» ήταν μια σημαντική συμβολή στον αγώνα για τη χειραφέτηση του επαναστατικού ρεύματος του εργατικού κινήματος από τη χρεοκοπημένη ηγεσία της ΕΓ Διεθνούς, που συγκάλυψε εκείνη την εποχή τον ιμπεριαλι­στικό χαρακτήρα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο στις επόμενες δεκαετίες δεν υπήρξε συστηματική μαρξιστική έρευνα αυτού του κοινωνικού φαινομένου και των συνεπειών του. Το γε­γονός αυτό συνδέεται και με την πορεία σταδιακής μετεξέλιξης των στρα­τηγικών επιλογών τμημάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε σχέση με τις κοινωνικές συμμαχίες και τους δρόμους πάλης για την
κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Στις σημερινές συνθήκες κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήμα­τος επιβάλλεται να επιστρέψουμε στη μελέτη αυτού του ζητήματος που εί­ναι σημαντικό για τη χάραξη μιας νικηφόρας στρατηγικής.
Το παρόν άρθρο επιδιώκει να επαναφέρει το θέμα ως βασικό στοιχείο του προβληματισμού μας και να λειτουργήσει ως έναυσμα για παραπέρα έρευνα.
Α. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ»
Ο Λένιν χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό σαν καπιταλισμό που σαπίζει και πεθαίνει, σαν ιστορική εποχή που είναι αναπόφευκτη η όξυνση στο έπακρο της βασικής αντίθεσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική μορφή ιδιοποίησής της. Εξηγεί πώς η κυριαρχία των μονοπωλίων, των ισχυρών μετοχικών εταιριών, αναδεικνύει όλο και περισσότερο τον πα- ρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού.
Τα μονοπώλια εκφράζουν κεφαλαιακή συσσώρευση μετοχικών επιχει­ρήσεων που συγκεντρώνουν σημαντικά μερίδια της καπιταλιστικής αγο­ράς. Στη μετοχική εταιρία εμφανίζεται η συλλογική ιδιοκτησία των με­τοχών και ο διαχωρισμός των λειτουργιών της διεύθυνσης της καπιταλι­στικής επιχείρησης από την ιδιοκτησία των μετόχων κεφαλαιοκρατών. Ετσι οι μέτοχοι δε συμμετέχουν πλέον άμεσα στην παραγωγική διαδικα­σία.
Ο Μαρξ αναφέρεται καθώς μελετά τη συγκεκριμένη εξέλιξη σε μια «νέα οικονομική αριστοκρατία», σε «παράσιτα νέου είδους» που ασχολούνται με την έκδοση και το εμπόριο μετοχών[1]. Ομως αυτός ο παρασιτικός χα­ρακτήρας δεν αφορά μόνο την αστική τάξη, αλλά το σύνολο της κοινω­νίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Δίπλα στους μετόχους-παράσιτα ανα­δεικνύεται ένα στρώμα αστοποιημένων εργατών, η «εργατική αριστο­κρατία».
Ο Λένιν το προσδιορίζει ως το στρώμα «που είναι πέρα για πέρα μικρο­αστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του και την όλη κοσμοθεωρία του, το κύριο στήριγμα της Β' Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης»[2].

Αναφέρεται στη δυνατότητα η οποία εμφανίζεται στην εποχή του μόνο στους καπιταλιστές λίγων πολύ ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, να εξα­γοράζουν τους εργάτες χάρη στα γιγαντιαία υπερκέρδη που διασφαλίζουν από την εξαγωγή κεφαλαίου και γενικότερα τη δράση μεγάλων μονοπω­λιακών ομίλων. Χαρακτηρίζει αυτούς τους εργάτες σαν «πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα», αληθινούς εντολοδόχους των καπιταλιστών, αγωγούς του ρεφορμισμού και του σωβινισμού. Εστιάζει δηλαδή τόσο στην ταξική θέση, όσο και στην ταξική συνείδηση αυτού του στρώματος και τονίζει ότι αν δεν κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες του φαινόμενου και η πολιτική σημασία του «δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος».
Στις οικονομικές ρίζες του φαινόμενου επανέρχεται συχνά. Γράφει χα­ρακτηριστικά:
«Ο ιμπεριαλισμός που σημαίνει μοίρασμα του κόσμου και εκμετάλλευ­ση όχι μόνο της Κίνας, που σημαίνει μονοπωλιακά υψηλά κέρδη για μια χούφτα πλουσιότατες χώρες, δημιουργεί την οικονομική δυνατότητα για την εξαγορά των ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου κι έτσι θρέ­φει, διαμορφώνει, δυναμώνει τον οπορτουνισμό.»[3].
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Λένιν εξετάζει ένα φαι­νόμενο που εξελίσσεται αλλά δεν έχει γενικευθεί στην εποχή του. Εχει ως αφετηρία του τις επισημάνσεις των Μαρξ - Ενγκελς για το βρετανικό προ­λεταριάτο. Ο Λένιν κωδικοποιεί στο έργο του αυτό τον προβληματισμό των Μαρξ - Ενγκελς, που περιορίζεται όπως είναι φυσικό στην Αγγλία, δηλαδή σε εκείνη τη χώρα η οποία παρουσιάζει ήδη πολύ μεγάλα διακρι­τικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού.
Γράφει ο Λένιν σχετικά: «Η ιδιομορφία όμως της Αγγλίας από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα ήταν ότι είχε τουλάχιστον δυο πολύ μεγάλα διακριτι­κά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού: (1) απέραντες αποικίες και (2) μονο­πωλιακά κέρδη (σαν αποτέλεσμα της μονοπωλιακής θέσης στη παγκό­σμια αγορά). Και από τις δυο απόψεις η Αγγλία αποτελούσε τότε εξαίρε­ση ανάμεσα στις καττιταλιστικές χώρες και ο Ενγκελς με το Μαρξ, ανα­λύοντας αυτή την εξαίρεση, έδειξαν τελείως καθαρά και συγκεκριμένα τη σύνδεσή της με τη νίκη (προσωρινή) του οπορτουνισμού στο αγγλικό ερ­γατικό κίνημα»[4].
Η ζωή έδειξε την πολύ μεγαλύτερη αντοχή του οπορτουνισμού εξ αιτίας της διεύρυνσης της οικονομικής του βάσης.
Στο γράμμα του προς το Μαρξ της 7ης Οκτώβρη 1858, ο Ενγκελς ανα­φέρεται συνολικά στο αγγλικό προλεταριάτο και επισημαίνει ότι «αστι­κοποιείται ολοένα και περισσότερο». Στο γράμμα του προς τον Κάουτσκι της 12ης Σεπτέμβρη 1882, ο Ενγκελς γράφει: «Με ρωτάτε τι σκέπτονται οι Αγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική; Το ίδιο ακριβώς που σκέ­πτονται και για την πολιτική γενικά. Εδώ δεν υπάρχει εργατικό κόμμα, υπάρχουν μόνο συντηρητικοί και φιλελεύθεροι ριζοσπάστες και οι εργά­τες απολαβαίνουν μακαριότατα μαζί μ ’ αυτούς το αποικιακό μονοπώλιο της Αγγλίας και το μονοπώλιό της στην παγκόσμια αγορά»[5].
Με το πέρασμα του χρόνου ο Ενγκελς προβληματίζεται βέβαια για τις συνέπειες που θα έχει σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο η συρρίκνωση του βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας στη διεθνή αγορά. Ετσι, στο διά­σημο πρόλογο του στη δεύτερη έκδοση της «κατάστασης της εργατικής τάξης στην Αγγλία» του 1892, θα επισημάνει ότι «με την κατάρρευση του βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας, η αγγλική εργατική τάξη θα χά­σει την προνομιακή της θέση». Στο ίδιο κείμενο θα επιχειρήσει μια σαφή πλέον διάκριση ανάμεσα στην «προνομιούχα μειοψηφία των εργατών στη Βρετανία και στην πλατιά μάζα των συνδικάτων των ανειδίκευτων εργα­τών που η «νοοτροπία τους είναι ακόμα παρθένο έδαφος».
Βλέπουμε ότι ο Μαρξ και κυρίως ο Ενγκελς ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το ρόλο της «εργατικής αριστοκρατίας», παρότι δεν πρόλαβαν να ολο­κληρώσουν τη συνολική επεξεργασία τους για τις τάξεις.
Η τελευταία ημιτελής εργασία του Μαρξ εντοπίζεται στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, όπου γίνονται οι θεμελιώδεις διαχωρισμοί: «Τι αποτελεί μια τάξη; - αυτό προκύπτει μάλιστα μόνο του από την απάντηση στο άλ­λο ερώτημα: Τι είναι αυτό που κάνει τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες, τους γαιοκτήμονες να αποτελούν τις τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις; Από πρώτη ματιά φαίνεται να είναι η ταυτότητα των εισοδημάτων και των πη­γών του εισοδήματος. Πρόκειται για τρεις μεγάλες κοινωνικές ομάδες τα συστατικά μέρη των οποίων, τα άτομα που τις συγκροτούν, ζουν αντί­στοιχα από το μισθό εργασίας, από το κέρδος και από τη γαιοπρόσοδο, από την αξιοποίηση της εργατικής τους δύναμης, του κεφαλαίου τους και της γαιοκτησίας τους. Ωστόσο, από την άποψη αυτή, λ.χ. οι γιατροί και οι δη­μόσιοι υπάλληλοι θα αποτελούσαν επίσης δυο τάξεις γιατί ανήκουν σε δυο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, στις οποίες τα εισοδήματα των μελών της καθεμιάς από αυτές προέρχονται από την ίδια πηγή. Το ίδιο θα ίσχυε για τον ατέλειωτο κατακερματισμό των συμφερόντων και των θέσεων στις οποίες ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας διασπά τους εργά­τες, τους κεφαλαιοκράτες και τους γαιοκτήμονες - τους τελευταίους λ.χ. σε κατόχους αμπελιών, αγρών, δασών, ορυχείων, ψαρότοπων κλπ.»[6]. Ο Ενγκελς μας πληροφορεί ότι σ’ αυτό το σημείο δυστυχώς κόβεται το χει­ρόγραφο.
Ο Λένιν συνέχισε για χρόνια αυτή την προσπάθεια και μετά από αρκε­τή μελέτη, κατέληξε το 1919 στο διάσημο πλέον ορισμό του για τα κύρια χαρακτηριστικά μιας τάξης: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες αν­θρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική ορ­γάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κα­τέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας»1.
Από τον ίδιο τον ορισμό γίνεται φανερό ότι ο προσδιορισμός της ταξι­κής θέσης απαιτεί την εφαρμογή όλων των κριτηρίων σαν ενιαίο σύνολο. Η εφαρμογή αυτή δεν είναι στην πράξη απλή υπόθεση και δεν οδηγεί πά­ντα σε καθαρές διακρίσεις. Ο ίδιος ο Λένιν έχει επίγνωση αυτών των προ­βλημάτων και επιχειρεί να προχωρήσει βαθύτερα την επεξεργασία ανα- φερόμενος στη διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης. Γράφει τον Απρίλιο του 1920: «Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύ­μορφους μεταβατικούς τύπους, από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετά­ριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατι­κή του δύναμη), από το μισοπρολετάριο ως τον μικροαγρότη (και το μι­κροβιοτέχνη, το χειροτέχνη, τον μικρονοικοκύρη γενικά), από το μικρό ως το μεσαίο αγρότη κλπ. Αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέ­σεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κλπ.»[7].
Ειδικά για τη διερεύνηση της «εργατικής αριστοκρατίας» αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η λενινιστική πρόβλεψη για την ιστορική εξέλι­ξη του φαινόμενου. Ο Λένιν μπορεί να συγκρίνει με ασφάλεια στην επο­χή του την ιστορική περίοδο που το φαινόμενο ήταν περιορισμένο στη Βρετανία, σε σχέση με την επόμενη που ξαπλώνεται σε νέα ιμπεριαλιστι­κά κράτη. Ας του δώσουμε το λόγο: «Ησημερινή κατάσταση διακρίνεται από τέτοιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, που δεν μπορούσαν πα­ρά να δυναμώσουν το ασυμβίβαστο του οπορτουνισμού με τα γενικά και θεμελιακά συμφέροντα του εργατικού κινήματος: ο ιμπεριαλισμός από έμ­βρυο αναπτύχθηκε σε κυρίαρχο σύστημα. Τα καπιταλιστικά μονοπώλια κατέλαβαν την πρώτη θέση στην εθνική οικονομία και στην πολιτική. Το μοίρασμα του κόσμου ολοκληρώθηκε. Από την άλλη μεριά στη θέση του αδιαίρετου μονοπωλίου της Αγγλίας βλέπουμε έναν αγώνα ανάμεσα σ’ ένα μονοπώλιο, αγώνα που χαρακτηρίζει όλη την περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα. Ο οπορτουνισμός δεν μπορεί τώρα να γίνει απόλυτος νικητής για πολλές δεκαετίες μέσα στο εργατικό κίνημα σε οποιαδήποτε χώρα, όπως είχε νικήσει ο οπορτουνισμός στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του 19ου αι­ώνα, όμως σε μια σειρά χώρες έχει οριστικά ωριμάσει, παραωριμάσει και σαπίσει και έχει συγχωνευτεί απόλυτα με την αστική πολιτική, σαν σοσιαλσωβινισμός»[8].
Ο Μαρξ επεσήμαινε έγκαιρα και εύστοχα ότι η ευκολία κίνησης του κε­φαλαίου «προϋποθέτει πλήρη ελευθερία του εμπορίου στο εσωτερικό της κοινωνίας και παραμέριση όλων των μονοπωλίων, (εκτός από τα φυσικά μονοπώλια) δηλαδή των μονοπωλίων που προκύπτουν από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής»[9].
Ο ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα του κεφαλαίου στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, από τη μεγάλη συγκέ­ντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε μονοπωλιακούς ομίλους,


[1]  Κ. Μαρξ: «ΤοΚεφάλαιο», τ. III, σελ. 550-551.
[2]  Β. I. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 314.
[3]  Β. I. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 409.
[4]  Β. I. Λένιν: Απαντα, τ. 30, σελ. 170.
[5]  Β. I. Λένιν: Απαντα, τ. 30, σελ. 170-171.
ό. Κ. Μαρξ,: «ΤοΚεφάλαιο», τ. III, σελ. 1087.
[7]  Β. I. Λένιν: Απαντα, τ. 41, σελ. 58-59.
[8]  Β. I. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 413.
[9] Κ. Μαρξ: «ΤοΚεφάλαιο», τ. III, σελ. 248.         -->Συνεχίζεται

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο σε pdf αρχείο

Δεν υπάρχουν σχόλια: