Οι
βουλευτικές εκλογές, όπως και οι εκλογές για την Τοπική και
Περιφερειακή Διοίκηση, για το Ευρωκοινοβούλιο, είναι μια πολιτική μάχη
ανάμεσα σε κοινωνικές δυνάμεις με διαμετρικά αντίθετα συμφέροντα.
Διεξάγονται, όμως, με τους όρους και τη δύναμη εξουσίας της τάξης των
καπιταλιστών πρώτ' απ' όλα απέναντι στην εργατική τάξη που υφίσταται την
άμεση εκμετάλλευσή της. Ταυτόχρονα, η εξουσία των καπιταλιστών
εκφράζεται καταπιεστικά, έμμεσα εκμεταλλευτικά, σε σημαντικό βαθμό
καταστροφικά απέναντι σε μεγάλο μέρος αγροτών, μικροεμπόρων, βιοτεχνών
και άλλων αυτοαπασχολούμενων βιοπαλαιστών, ακόμα και αυτοαπασχολούμενων
επιστημόνων.
Με άλλα λόγια, οι βουλευτικές εκλογές είναι μια πολιτική μάχη που το αποτέλεσμά της είναι προδιαγεγραμμένο ως προς το συσχετισμό για την εξουσία ανάμεσα στις δύο βασικές και αντίθετες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Σε τελευταία ανάλυση, από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί να προκύψει ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών, κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Βέβαια, το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ στην Ελλάδα, δεν υποτιμά την αξιοποίηση αυτής της πολιτικής μάχης που αντικειμενικά οδηγεί στη σύνθεση αστικών οργάνων, π.χ. του Εθνικού ή Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην εκλογή δημάρχων και στη σύνθεση των Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβουλίων. Αξιοποιεί τη συμμετοχή των αντιπροσώπων του σε αυτά τα όργανα, για να αποκαλύπτει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τους, να ασκεί πίεση προς όφελος των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων. Αξιοποιεί και την προεκλογική δράση και τη βουλευτική δύναμή του για πιο άμεση πρόσβαση σε μεγάλους χώρους δουλειάς, για πλατιά προβολή των θέσεών του, για την ενθάρρυνση των μισθωτών, του βιομηχανικού προλεταριάτου να οργανωθεί, ν' αναπτύξει ταξικούς αγώνες. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ γνωρίζει και αποκαλύπτει τα «όρια» αυτής της συμμετοχής. Αυτά τα θεσμικά όργανα, λιγότερο ή περισσότερο, δεν είναι τα κύρια που συγκεντρώνουν το σύνολο της αστικής εξουσίας: απόφασης, εκτέλεσης, καταναγκασμού στην εφαρμογή. Από τον ίδιο το χαρακτήρα τους, τις νομοθετημένες λειτουργίες τους, η «δικαιοδοσία» τους μπορεί ν' ανασταλεί, αν η σύνθεση και η δράση τους έρθει σε αμφισβήτηση με το χαρακτήρα τους ως θεσμών εξασφάλισης των συμφερόντων, της εξουσίας του κεφαλαίου.(...)
Το
Εθνικό Κοινοβούλιο - βέβαια και στην Ελλάδα - εμφανίζεται στη συνείδηση
λαϊκών δυνάμεων ως πιο «αντιπροσωπευτικό» όργανο, που ανάλογα με την
ποσοστιαία αντιπροσώπευση ταξικά διαφορετικών δυνάμεων μπορεί να
διαμορφώνει μια συνισταμένη συγκερασμού διαφορετικών ταξικών
συμφερόντων.
Αυτή είναι η μεγάλη απάτη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στηρίχτηκε στην ανάγκη της καπιταλιστικής κοινωνίας ν' απελευθερώσει τον άμεσο παραγωγό από οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση φυσικού καταναγκασμού εκτός από τον οικονομικό καταναγκασμό του κεφαλαίου. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό αντιστοιχούσε στην τυπική «ελευθερία» των «ελεύθερων» μισθωτών να στέλνουν τους δικούς τους αντιπροσώπους στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη συγκροτήθηκε ως αυτοτελής πολιτική δύναμη εδώ και ενάμιση αιώνα, αντικειμενικά υποχρέωνε την αστική εξουσία όχι μόνο να διαμορφώσει τα δικά της όργανα καταστολής, αλλά και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλίου, με τρόπο που να αφομοιώνουν εργατικά κόμματα. Η αστική εξουσία δεν ήταν δυνατό να ακυρώνει την «τυπική» ελευθερία της εργατικής τάξης με παρατεταμένη νομική απαγόρευση του κόμματός της, ακόμα και σε συνθήκες σχετικά «ειρηνικής» περιόδου.
Αυτή τη μεγάλη απάτη της αστικής δημοκρατίας υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κύριος φορέας του οπορτουνισμού στην Ελλάδα, ο οποίος προεκλογικά υποστήριζε ότι το σημαντικό διακύβευμα ήταν αν η Ελλάδα θα έχει ένα Σύνταγμα που θα θεσμοθετήσει αλλαγές που θα βαθαίνουν τη δημοκρατία, ενώ χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα ως «ειρηνική επανάσταση».
Το Σύνταγμα, η κορωνίδα του καπιταλιστικού Δικαίου, σε οποιοδήποτε αστικό κράτος, προβλέπει και κατοχυρώνει την αναστολή της λειτουργίας οποιουδήποτε «αντιπροσωπευτικού» οργάνου, του ίδιου του κοινοβουλίου, αν η λειτουργία του αποσταθεροποιεί ή αμφισβητεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τη νομική της κατοχύρωση, την εξασφάλισή της με μέσα καταστολής. Αυτήν την πλευρά του Συντάγματος υπερασπίζονται υπηρέτες της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επιτιθέμενοι στο ΚΚΕ. Λόγω αυτής της ουσίας της δικτατορίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτικού συστήματός της, στην ιστορία των καπιταλιστικών κρατών, στην ιστορία των αστικών κοινοβουλίων, δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα αλλαγής του χαρακτήρα του κοινοβουλίου από όργανο καπιταλιστικής εξουσίας σε όργανο εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα υποταγής των καπιταλιστών στη θέληση - απόφαση εργατικών αντιπροσώπων στη Βουλή, επειδή κέρδισαν μεγάλο ποσοστό στο κοινοβούλιο.
Να θυμίσουμε ότι τυπικά παρουσιάστηκαν τέτοιες περιπτώσεις που στο κοινοβούλιο απέκτησαν την πλειοψηφία κόμματα που αρχικά εμφανίστηκαν ως εργατικά. Αυτά ήταν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Εμφανίστηκαν καταστάσεις που «σοσιαλιστικά», «σοσιαλδημοκρατικά», κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών (στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.λπ.) ή ανέδειξαν «πρόεδρο της Δημοκρατίας» (π.χ. στην Ιταλία, στη Χιλή). Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η ανάδειξη ανάλογης κυβέρνησης ή η ανάδειξη «Προέδρου της αστικής Δημοκρατίας» δεν έγινε εφαλτήριο για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Ούτε καν αποτέλεσαν «όαση» στην έρημο της καπιταλιστικής επίθεσης. Οποτε έγιναν κάποιες παραχωρήσεις, ήταν αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίδρασης δύο βασικών παραγόντων: Αφ' ενός λόγω ενός ιστορικά διαμορφωμένου ευνοϊκότερου συσχετισμού προς όφελος της εργατικής τάξης και της πάλης για το σοσιαλισμό, που είχε προκύψει από επαναστάσεις, αφ' ετέρου γιατί, κατά κάποιον τρόπο, ήταν γενικευμένη ανάγκη για την αναπαραγωγή του συνολικού κεφαλαίου. Γι' αυτό, άλλωστε, τέτοιες παραχωρήσεις έγιναν και από κυβερνήσεις φιλελεύθερων αστικών κομμάτων κι όχι κυρίως λόγω σύμπραξης σοσιαλδημοκρατικών ακόμα και κομμουνιστικών κομμάτων.
Εκείνο που υπάρχει ως γενικευμένο ιστορικό προηγούμενο είναι η ενσωμάτωση των «εργατικών» αντιπροσώπων στη θέληση - απόφαση, στην κυριαρχία του κεφαλαίου, μέσα κι έξω από τη Βουλή, η μετάλλαξη του εργατικού κόμματος σε αστικό κόμμα, η στήριξη του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού. Αυτή είναι η ιστορία της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του «ευρωκομμουνισμού».
Με άλλα λόγια, οι βουλευτικές εκλογές είναι μια πολιτική μάχη που το αποτέλεσμά της είναι προδιαγεγραμμένο ως προς το συσχετισμό για την εξουσία ανάμεσα στις δύο βασικές και αντίθετες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Σε τελευταία ανάλυση, από το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών δεν μπορεί να προκύψει ανατροπή της εξουσίας των καπιταλιστών, κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Βέβαια, το κόμμα της εργατικής τάξης, το ΚΚΕ στην Ελλάδα, δεν υποτιμά την αξιοποίηση αυτής της πολιτικής μάχης που αντικειμενικά οδηγεί στη σύνθεση αστικών οργάνων, π.χ. του Εθνικού ή Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην εκλογή δημάρχων και στη σύνθεση των Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβουλίων. Αξιοποιεί τη συμμετοχή των αντιπροσώπων του σε αυτά τα όργανα, για να αποκαλύπτει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα τους, να ασκεί πίεση προς όφελος των εργατικών - λαϊκών συμφερόντων. Αξιοποιεί και την προεκλογική δράση και τη βουλευτική δύναμή του για πιο άμεση πρόσβαση σε μεγάλους χώρους δουλειάς, για πλατιά προβολή των θέσεών του, για την ενθάρρυνση των μισθωτών, του βιομηχανικού προλεταριάτου να οργανωθεί, ν' αναπτύξει ταξικούς αγώνες. Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ γνωρίζει και αποκαλύπτει τα «όρια» αυτής της συμμετοχής. Αυτά τα θεσμικά όργανα, λιγότερο ή περισσότερο, δεν είναι τα κύρια που συγκεντρώνουν το σύνολο της αστικής εξουσίας: απόφασης, εκτέλεσης, καταναγκασμού στην εφαρμογή. Από τον ίδιο το χαρακτήρα τους, τις νομοθετημένες λειτουργίες τους, η «δικαιοδοσία» τους μπορεί ν' ανασταλεί, αν η σύνθεση και η δράση τους έρθει σε αμφισβήτηση με το χαρακτήρα τους ως θεσμών εξασφάλισης των συμφερόντων, της εξουσίας του κεφαλαίου.(...)
Η απάτη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας
Αυτή είναι η μεγάλη απάτη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Στηρίχτηκε στην ανάγκη της καπιταλιστικής κοινωνίας ν' απελευθερώσει τον άμεσο παραγωγό από οποιαδήποτε άλλη εξάρτηση φυσικού καταναγκασμού εκτός από τον οικονομικό καταναγκασμό του κεφαλαίου. Σε πολιτικό επίπεδο αυτό αντιστοιχούσε στην τυπική «ελευθερία» των «ελεύθερων» μισθωτών να στέλνουν τους δικούς τους αντιπροσώπους στο Εθνικό Κοινοβούλιο. Το γεγονός ότι η εργατική τάξη συγκροτήθηκε ως αυτοτελής πολιτική δύναμη εδώ και ενάμιση αιώνα, αντικειμενικά υποχρέωνε την αστική εξουσία όχι μόνο να διαμορφώσει τα δικά της όργανα καταστολής, αλλά και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος και του κοινοβουλίου, με τρόπο που να αφομοιώνουν εργατικά κόμματα. Η αστική εξουσία δεν ήταν δυνατό να ακυρώνει την «τυπική» ελευθερία της εργατικής τάξης με παρατεταμένη νομική απαγόρευση του κόμματός της, ακόμα και σε συνθήκες σχετικά «ειρηνικής» περιόδου.
Αυτή τη μεγάλη απάτη της αστικής δημοκρατίας υπηρετεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως κύριος φορέας του οπορτουνισμού στην Ελλάδα, ο οποίος προεκλογικά υποστήριζε ότι το σημαντικό διακύβευμα ήταν αν η Ελλάδα θα έχει ένα Σύνταγμα που θα θεσμοθετήσει αλλαγές που θα βαθαίνουν τη δημοκρατία, ενώ χαρακτήρισε το εκλογικό αποτέλεσμα ως «ειρηνική επανάσταση».
Το Σύνταγμα, η κορωνίδα του καπιταλιστικού Δικαίου, σε οποιοδήποτε αστικό κράτος, προβλέπει και κατοχυρώνει την αναστολή της λειτουργίας οποιουδήποτε «αντιπροσωπευτικού» οργάνου, του ίδιου του κοινοβουλίου, αν η λειτουργία του αποσταθεροποιεί ή αμφισβητεί την καπιταλιστική ιδιοκτησία, τη νομική της κατοχύρωση, την εξασφάλισή της με μέσα καταστολής. Αυτήν την πλευρά του Συντάγματος υπερασπίζονται υπηρέτες της καπιταλιστικής εξουσίας, όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, επιτιθέμενοι στο ΚΚΕ. Λόγω αυτής της ουσίας της δικτατορίας του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από τη μορφή του πολιτικού συστήματός της, στην ιστορία των καπιταλιστικών κρατών, στην ιστορία των αστικών κοινοβουλίων, δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα αλλαγής του χαρακτήρα του κοινοβουλίου από όργανο καπιταλιστικής εξουσίας σε όργανο εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Δεν υπάρχει κανένα παράδειγμα υποταγής των καπιταλιστών στη θέληση - απόφαση εργατικών αντιπροσώπων στη Βουλή, επειδή κέρδισαν μεγάλο ποσοστό στο κοινοβούλιο.
Να θυμίσουμε ότι τυπικά παρουσιάστηκαν τέτοιες περιπτώσεις που στο κοινοβούλιο απέκτησαν την πλειοψηφία κόμματα που αρχικά εμφανίστηκαν ως εργατικά. Αυτά ήταν τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Εμφανίστηκαν καταστάσεις που «σοσιαλιστικά», «σοσιαλδημοκρατικά», κομμουνιστικά κόμματα απέκτησαν την πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών (στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία κ.λπ.) ή ανέδειξαν «πρόεδρο της Δημοκρατίας» (π.χ. στην Ιταλία, στη Χιλή). Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η ανάδειξη ανάλογης κυβέρνησης ή η ανάδειξη «Προέδρου της αστικής Δημοκρατίας» δεν έγινε εφαλτήριο για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Ούτε καν αποτέλεσαν «όαση» στην έρημο της καπιταλιστικής επίθεσης. Οποτε έγιναν κάποιες παραχωρήσεις, ήταν αποτέλεσμα της συνδυασμένης επίδρασης δύο βασικών παραγόντων: Αφ' ενός λόγω ενός ιστορικά διαμορφωμένου ευνοϊκότερου συσχετισμού προς όφελος της εργατικής τάξης και της πάλης για το σοσιαλισμό, που είχε προκύψει από επαναστάσεις, αφ' ετέρου γιατί, κατά κάποιον τρόπο, ήταν γενικευμένη ανάγκη για την αναπαραγωγή του συνολικού κεφαλαίου. Γι' αυτό, άλλωστε, τέτοιες παραχωρήσεις έγιναν και από κυβερνήσεις φιλελεύθερων αστικών κομμάτων κι όχι κυρίως λόγω σύμπραξης σοσιαλδημοκρατικών ακόμα και κομμουνιστικών κομμάτων.
Εκείνο που υπάρχει ως γενικευμένο ιστορικό προηγούμενο είναι η ενσωμάτωση των «εργατικών» αντιπροσώπων στη θέληση - απόφαση, στην κυριαρχία του κεφαλαίου, μέσα κι έξω από τη Βουλή, η μετάλλαξη του εργατικού κόμματος σε αστικό κόμμα, η στήριξη του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού. Αυτή είναι η ιστορία της λεγόμενης σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του «ευρωκομμουνισμού».